Δευτέρα 17 Απριλίου 2017

ΔΙΟΝ/ ΜΑΛΑΘΡΙΑ.ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ.

 Μετ’ απείρου σεβασμού και αγάπης
στον Παππού μου Δημήτριο Γ. Τσουρέκα
και στη Γιαγιά μου Γιαννούλα Αρ. Γκρίνια
                                   Χαρίλαος Ευ. Γουΐδης 


Το πιερικό Δίον είναι κυρίως γνωστό ως ιερή πόλη των αρχαίων Μακεδόνων και ως ρωμαϊκή αποικία, στοιχεία που συνδυάζονται με τα σπουδαία σχετικά αρχαιολογικά ευρήματα. Όμως, για τις επόμενες ιστορικές περιόδους, από τη διάσπαση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και εκείθεν, οι γνώσεις μας βαθμηδόν ελαττώνονται για να καταλή ξουν ελάχιστες, αν όχι απολύτως ανύπαρκτες. 
Κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, πιθανώς στον 4ο αιώνα, λόγω των ιδιαίτερων δυσχερειών της περιόδου και πολλών άλλων παραγόντων τοπικής εμβέλειας, η αρχαία πόλη του Δίου σμικρύνεται και επανατειχίζεται με το λεγόμενο διατείχισμα σε έκταση μικρότερη από τη μισή της παλαιάς υστερορωμαϊκής πόλεως. 
Τα περισσότερα δεδομένα του χριστιανικού πλέον Δίου έχουν να κάνουν με αυτήν τη νέα θέση, η οποία παρά τη συρρίκνωσή της διέθετε παραδείγματα έντονης και μνημειακής οικοδομικής δραστηριότητας . Εντούτοις, είναι γενικώς αποδεκτή η άποψη ότι το αρχαίο Δίον, παρά την ανάδειξή του στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους σε κραταιά επισκοπή και τη διαπιστωμένη χρήση κτηρίων του και στον 6ο αιώνα , σταδιακά ερημώθηκε πλήρως μετά από μια σειρά κυρίως φυσικών, αλλά και όχι μόνο, καταστροφών .
Όμως, η ενδελεχής επανεξέταση των δεδομένων και η παράθεσή τους σε μια λογική σειρά αντιβαίνουν σε αυτή την άποψη, καθώς προκύπτουν ενδείξεις συνέχισης της ζωής και για τους επόμενους αιώνες. Έχει ήδη προταθεί η συνέχιση της κατοίκησης και στον 7ο αιώνα μετά την προτεινόμενη οριστική ερήμωση του 6ου αι. μ.Χ. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι στον 7 ο αιώνα τοποθετείται επισκευαστική φάση της επισκοπικής βασιλικής της πόλης και, παράλληλα, αρχιτεκτονικά μέλη του ίδιου κτίσματος δύνανται να ενταχθούν σε αυτήν ακριβώς την ιστορική περίοδο. Στον 8o αι. μ.Χ. εντοπίζονται αρκετές αναφορές για το Δίον. Μία εξ αυτών βρίσκεται στους επισκοπικούς καταλόγους, όπου ο επικεφαλής της Εκκλησίας του Δίου παρουσιάζεται ακόμη κραταιός, κατέχο- ντας το προνόμιο να αναφέρεται πρώτος μετά τον επίσκοπο Λαρίσης, της επαρχίας «δευτέρας Θετταλίας» . 
Παρά την κριτική στάση της έρευνας για την εγκυρότητα του περιεχομένου της παραπάνω πηγής, για την περίπτωση του Δίου τώρα προστίθενται η αδιάψευστη νομισματική μαρτυρία από την περιοχή του διατειχίσματος και η πιθανή φάση χρήσης του επισκοπικού ναού . Όσον αφορά τον 9ο αιώνα δεν είναι γνωστά αρχαιολογικά κατάλοιπα μέχρι στιγμής, άλλα ούτε κάποια αναφορά στις πηγές. Δεν μνημονεύεται πλέον ο επίσκοπος Δίου, αλλά μόνο ο επίσκοπος Κίτρους υπό τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Μοιάζει λογικό να υποτεθεί ότι η πόλη του Δίου, της οποίας ο επίσκοπος μέχρι πρότινος διέθετε προνόμια και οφίκια, δεν ερημώθηκε ξαφνικά και δια παντός, ώστε να πάψει να αναφέρεται. Αντιθέτως, έχει προταθεί από μελετητές ότι η επιρροή της επισκοπής και του ομώνυμου οικισμού εξασθένησε σταδιακά για κάποιους λόγους και τα πρωτεία ανέλαβε ο επίσκοπος Κίτρους, «ἤτοι Πύδνης», την ανάπτυξη του οποίου ευνοούν τώρα οι συνθήκες . 
Το Δίον μνημονεύεται και στον 10ο αιώνα στο έργο του Κωνστα ντίνου Πορφυρογέννητου Περί θεμάτων. Το μεγάλο ζητούμενο είναι αν η αναφορά αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματική υπόσταση του οικισμού κατ’ εκείνη την ιστορική περίοδο ή αν πρόκειται για αυτούσια μεταφορά/μεταγραφή χωρίου, όχι σύγχρονου του έργου, αλλά ερανιζόμενου από παλαιότερη πηγή. Από τότε μέχρι και τον 14ο αιώνα, οπότε εντοπίζεται η επόμενη αναμφισβήτητη ένδειξη του οικισμού, δεν έχει γίνει γνωστό κάποιο άλλο τεκμήριο, αφήνοντας ελεύθερο το έδαφος για την πλήρη ανάπτυξη της θεωρίας περί διάλυσης και ερημώσεως του Δίου. Ωστόσο, η άποψη αυτή χωλαίνει, καθώς δεν λαμβάνει υπ’ όψιν ορισμένους βασικούς παράγοντες. 
Η περιοχή όπου θα εντοπίζονταν τα στρώματα των μεταγενέστερων φάσεων κατοίκησης, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του παλαιοχριστιανικού οικισμού, λιθολογούνταν αδιάλειπτα και το εκμεταλλεύονταν γεωργοκτηνοτροφικά. Από τον 19ο αιώνα δε και εξής, η γεωργοκτηνοτροφική εκμετάλλευση ήταν εντατική με αποτέλεσμα την οριστική καταστροφή των ανώτερων και οψιμότερων στρωμάτων. 
Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί η εξαφάνιση ολόκληρου εκτεταμένου αρχαίου οικοδομήματος, το οποίο είδε ο W. M. Leake κατά το 1806. Μέχρι την έναρξη της πανεπιστημιακής έρευνας είχε εξαφανιστεί κάθε ένδειξη του συγκεκριμένου οικοδομήματος εξ’ αιτίας της εντατικής άροσης της περιοχής από μια και μόνον οικογένεια, η οποία μάλιστα παραπονείται για τον «γεμάτο παλιοντούβαρα» αγρό της. Επιπροσθέτως, κατά την ανασκαφή της βασιλικής της Αγοράς του Δίου, πλησίον της curia, περιοχή καλλιεργούμενη μέχρι και τον 20ο αιώνα, τα ανώτερα στρώματα είχαν σαρωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε στο επίπεδο των δαπέδων του ρωμαϊκού κτηρίου εντοπίζονταν ευρήματα της περιόδου της τουρκοκρατίας. Ακόμη, οι παλαιότερες, θησαυροθηρικές κυρίως, σαρώσεις της περιοχής από Ευρωπαίους περιηγητές και Οθωμανούς θησαυροθήρες κατέστρεψαν κατάλοιπα πολύ μνη- μειακότερα των αναμενόμενων ταπεινών βυζαντινών τοιχίων. Επίσης προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλαν οι πλημμελείς, σε μεγάλο βαθμό, αρχαιολογικές έρευνες των αρχών του 20ου αιώνα, λόγω των αντιλήψεων της εποχής. 
Οι πρώτοι ανασκαφείς σε πολλές περιπτώσεις διατρυπούσαν καταστροφικά τα ανώτερα στρώματα αναζητώντας ευρήματα της κλασικής αρχαιότητας που θα ανταποκρίνονταν στο πνεύμα της εποχής. Εξάλλου, σε ένα από τα δημοσιεύματα ακριβώς αυτής της περιόδου, ο τότε ανασκαφέας του Δίου, Σωτηριάδης, βεβαιώνει ξεκάθαρα με τα γραφόμενά του ότι εντόπισε στρώματα και κτίσματα μεταγενέστερων περιόδων. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια σημειώνει ότι θα ήταν αφύσικο να παρέμενε έρημη και ανεκμετάλλευτη μία τόσο πλούσια θέση. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ἐντὸς τῶν ἐρειπίων κάτι φαίνεται ὅτι ἐξ αὐτῶν τούτων ἀκριβῶς ξαναχτίσθηκέ ποτε πρὸς κάποιον πρόχειρον ἢ καὶ διαρκέστερον ἲσως οἰκοδομικὸν σκοπόν. Διότι καλύβες καὶ μάνδρες δὲν λείπουν καὶ ἀπὸ ἐρημό- τοπους· ἔρημος ὅμως ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ εἶχε μείνῃ οὔτε ἐπὶ στιγμὴν ἓνας τόσον πλούσιος τόπος».
 Όλα τα παραπάνω στοιχεία, μα ιδίως η τελευταία αναφορά του Σωτηριάδη, επιβάλλουν να θεαθεί με τελείως διαφορετικό βλέμμα η άποψη περί ολικής ερημώσεως του Δίου και παντελούς εγκατάλειψής του. Ακόμη και αν παραβλεφθούν όλα τα παραπάνω στο σύνολό τους, είναι γεγονός ότι υπάρχουν εκτεθειμένα στο Μουσείο του Δίου ευρήματα που εντάσσονται σε αυτήν ακριβώς την περίοδο (10ος αιώνας και εξής). Τα συγκεκριμένα ευρήματα δεν επιδέχονται διακυμάνσεις ως προς την χρονολόγησή τους, καθώς πρόκειται για καλής διατήρησης νομίσματα Βυζαντινών αυτοκρατόρων . 
Το επόμενο ασφαλές στοιχείο που διαθέτουμε είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου Μαλαθριάς. Ο ναός βρίσκεται ανατολικά της αρχαίας πόλεως και του σύγχρονου οικισμού, στα όρια θέσεων γνωστών παλαιότερα ως Παλιοχώρι και κατόπιν ως Μπαξέδες. Πρόκειται για μονόχωρο δρομικό ναό με τρίπλευρη εξωτερικά αψίδα και στοά στα νότια. Το κτίσμα δεν έχει τύχει μέχρι σήμερα συστηματικής μελέτης, παρότι ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα ο επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος το συμπεριέλαβε σε σχετικό δημοσίευμά του. Έκτοτε εντοπίζονται μόνο μικρές αναφορές για αυτό και η, μερικώς καταγεγραμμένη, προφορική παράδοση που το τοποθετεί στο κέντρο καλυβικού οικισμού χωρικών, ήδη από τις αρχές του 19 ου αιώνα. Παλαιότερα δύο μελετητές έχουν τοποθετήσει το μνημείο στον 15ο αιώνα, αναφερόμενοι όμως εν συντομία σε αυτό. 
Ωστόσο, η μη συνέχιση της συστηματικής μελέτης είχε σαν αποτέλεσμα την παραγνώριση της χρονολόγησης και την ένταξη του μνημείου, σε πρόσφατες μελέτες, ακόμη και στον 18ο αιώνα. Ωστόσο, η προσεκτικότερη παρατήρηση του ναού κατά τη διάρκεια επιτόπιας εξέτασής μας τον Μάιο του 2009 αποκάλυψε ένα απολύτως άγνωστο μέχρι τότε εύρημα, το οποίο δίνει νέα τροπή στη θέαση του συγκεκριμένου ζητήματος.
 Ο ναός απέκτησε κατά τον 18ο αιώνα αγιογράφηση στη δυτική, τότε εσωτερική και νυν εξωτερική, πλευρά με θέμα τη συνήθη κατά την περίοδο και για τον συγκεκριμένο χώρο του ναού Τελική Κρίση. Στα δεξιά όποιου στέκεται μπροστά στη δυτική θύρα με σκοπό την είσοδό του στον ναό εντοπίζεται σημαντικό ακιδογράφημα. Συγκεκριμένα το ακιδογράφημα βρίσκεται δίπλα από την απεικόνιση της κάτω σιαγόνας του Βύθιου Δράκοντα, όπου καταλήγει ο πύρινος ποταμός και εξεμείται αποτρόπαιος δαίμων. 
Η ακριβής μεταγραφή του είναι: Παλεο έτος 1315 ἑτος της εκλισίας // ευρέθην είς το ὲτος // 1896 Κατόπιν ακολουθεί σχετική αριθμητική πράξη. Το περιεχόμενο της σύντομης αυτής αναφοράς είναι σπουδαιότατο. Αναφέρει ότι η χρονολογία κτίσης του ναού είναι ο 14ος αιώνας, προφανώς από κάποιο σχετικό στοιχείο, απολύτως άγνωστο ή χαμένο πλέον, το οποίο προέκυψε κατά το 1896, έτος ενδεχόμενης ανακαινιστικής φάσης του ναού. Το φαινόμενο εντοπισμού του αρχικού έτους ανοικοδόμησης σε κάποια οψιμότερη φάση και η μνημόνευσή του ακόμη και σε μεταγενέστερο ή και άλλο κτίσμα δεν είναι κάτι ξένο ή ασυνήθιστο· κάθε άλλο. 
Είναι δυνατόν να αναφερθούν, από την περιοχή της Πιερίας και μόνον, αρκετά μνημεία στα οποία συμβαίνει αυτό. Ακόμη και η μνημόνευση της αρχικής φάσης ενός ιερού ναού μέσω χαράγματος στα επιχρίσματα, αιώνες αργότερα, είναι γεγονός γνωστό στην έρευνα. Έτσι, ο ιερός ναός του Αγίου Δημητρίου Μαλαθριάς τοποθετείται τουλάχιστον στον 14ο αιώνα, χρονολογία εξάλλου όχι πολύ μακρινή από αυτή που είχε ήδη προταθεί παλαιότερα παρενθετικά. Κατόπιν τούτων, ο οικισμός στην περιοχή υφίστατο, καθώς οι κάτοικοί του ανοικοδόμησαν τον ναό για να καλύψουν τις λατρευτικές ανάγκες τους. Στην διάρκεια του 15ου αιώνα ο οικισμός υφίστατο ακόμη, αφού στα τέλη του 16ου αιώνα, «… επιβίωνε ακόμη … το χωρίδιον … επί των ερειπίων του Δίου» ως Παβρήσιον ή Παταβρύση . 
Η σημαντική ταύτιση τοποθετεί τον οικισμό στην ίδια ακριβώς θέση που υπήρχε ήδη από τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, δηλαδή στη σμικρυμένη αρχαία πόλη την οριζόμενη από το λεγόμενο διατείχισμα. Η περιοχή από τότε ακόμη και μέχρι και σήμερα καλείται Κάστρο, μεταφέροντας πιθανώς τη μακρινότατη ανάμνηση του οχυρωμένου χωριού. Η άποψη αυτή έχει γίνει αποδεκτή από την έρευνα γεγονός εξαιρετικά σημαντικό40 , καθώς παλαιότερα θεωρούνταν ότι κατά την περίοδο αυτή δεν υφί- στατο οικισμός στο Δίον, οι ενδείξεις όμως παρέχουν μια εικόνα τελείως διαφορετική, ενός οικισμού συγκροτημένου σε συγκεκριμένη θέση και σχετικού μεγέθους, αφού υπήρχε και ιερός ναός. Και οι ενδείξεις για τη συνέχιση της κατοίκησης στους επόμενους αιώνες συνεχίζουν. Στον 16ο αιώνα, ο Όσιος Διονύσιος, ο από τη Φιλοθέου του Αγίου Όρους, φιλοξενείται σε αυτόν ακριβώς τον οικισμό, «εἰς χωρίον τινὰ Μαλαθραίαν καλούμενον», όπως μας παραδίδει το σχεδόν σύγχρονο κείμενο του βίου του. 
Ο Όσιος Διονύσιος επισκέφθηκε πρώτα αυτόν τον οικισμό και περιηγήθηκε από τους κατοίκους του στον Όλυμπο, στη θέση όπου τελικά ίδρυσε την περιώνυμο μονή του, όπως ρητώς δηλώνει το κείμενο του βίου του . Η μαρτυρία αυτή είναι από τις πλέον σημαντικές, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κατά την διάρκεια των χρόνων αυτών το Δίον συνεχίζει να σημειώνεται στους χάρτες ως Stadia. Η αναφορά αυτή κάποιες φορές απαξιώνεται, καθώς θεωρείται ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά ότι αντλείται από παλαιότερο υλικό. 
Όμως, το σχεδόν σύγχρονο κείμενο του βίου του Οσίου Διονυσίου παραδίδει μια τελείως διαφορετική εικόνα, αφού υπήρχαν οικήματα για να καταλύσει κατά την επίσκεψή του. Επιπροσθέτως, το Δίον (ως Μαλαθραία τώρα πια) και το Λιτόχωρο αναφέρονται ως οι δύο σημαντικότεροι οικισμοί του Πιερικού Ολύμπου (άραγε και οι μόνοι κατά την περίοδο αυτή;), με αφορμή το γεγονός της θεήλατης ξηρασίας: «Ἀπὸ τὴν ὥραν ὁποῦ τὸν ἐδίωξαν ἀπὸ τὸν Ὄλυμπον, δὲν ἔβρεξεν εἰς ἐκεῖνα τὰ ὅρια, καὶ εἲχασι λύπην πολλὴν οἱ ἐγχώριοι διὰ τὴν πεῖναν καὶ λιμὸν ὁποῦ ἐκδέχουνταν. Καὶ μίαν ἡμέραν ἐφάνησαν πολλὰ σύννεφα εἰς τὰ δύο χωρία τοῦ Ὀλύμπου Μαλαθραίαν, και Λιτοχώριον» . Έτσι, φαίνεται ότι ο βίος, σε αντίθεση με τους χάρτες, λάμβανε υπ’ ό- ψιν τη ζώσα πραγματικότητα.
Η ονομασία αυτή (Μαλαθραί- α/Μαλαθριά) θα επικρατήσει όλων των άλλων, παλαιότερων ή νεότερων, των ίδιων ή πλησιόχωρων θέσεων, όπως Δίον, Κάστρο, Παταβρήσιον κ.ά. και θα χρησιμοποιείται για τον κύριο οικισμό έως τη σύγχρονη εποχή και την τελική απεμπολή του για την υιοθέτηση του αρχικού Δίον. Και για τον 17ο αιώνα εντοπίζεται μία απολύτως άγνωστη μέχρι τώρα μνεία σε σχέση με τη συνέχιση της ύπαρξης του οικισμού. Ενθύ- μηση σε χειρόγραφο κώδικα του 15ου αιώνα της Αθωνικής Πολιτείας μνημονεύει τον οικισμό της Μαλαθριάς ως Μαλαθρά ή Μαλάθρα, σύμφωνα με τον ολιγογράμματο συντάκτη του κατά το 1620. 
Η αξία της ενθύμησης είναι σημαντικότατη, καθώς αποδεικνύει τη συνέχιση της κατοίκησης της Μαλαθριάς. Ο ήδη μακρόβιος οικισμός της Μαλαθριάς φαίνεται πως κατά τον 18ο αιώνα εισέρχεται σε φάση μεγαλύτερης ακμής, υπό τη σκέπη των δυναμικών επισκόπων που εποίμαναν την περιοχή. Κατά αυτόν τον τρόπο επί της επισκοπεία του Νεοφύτου (περίπου 1740 έως 1756 ή 1763) «ΔΙΑ ΕΞΟΔΟΥ», ανωνύμου σήμερα, «ΓΑΛΗΝΟΤΑΤΗC ΔΟΥΛΗC ΤΟΥ ΘΕΟΥ» τροποποιήθηκε ριζικά η δυτική πλευρά του ναού, ο νάρθηκας και αγιογραφήθηκε καθ’ όλο το ύψος ο δυτικός τοίχος με την επιβλητική και αποκαλυπτική σκηνή της Τελικής Κρίσεως. 
Πιθανόν σε αυτήν τη χρονική περίοδο εντάσσεται και το παλαιότερο ορατό αγιογραφικό στρώμα του κυρίως ναού, το οποίο δυστυχώς καλύφθηκε από νεότερο το 1904 και σήμερα είναι δύσκολα προσβάσιμο. Επί των κονιαμάτων του υπερθύρου της δυτικής εισόδου γράφτηκε πολύστιχη επιγραφή που μνημόνευσε το γεγονός και η οποία δυστυχέστατα είναι ελλιπής από τον καιρό της ανακαλύψεώς της. Έτσι, δεν μπορούμε να μάθουμε το όνομα της «ΓΑΛΗΝΟΤΑΤΗC ΔΟΥΛΗC ΤΟΥ ΘΕΟΥ», με έξοδα της οποίας εκτελέστηκαν οι εργασίες. Πληροφορούμαστε όμως ότι ο ναός διέθετε τουλάχιστον έναν εφημέριο κατά τους χρόνους εκείνους, τον ιερέα Αναστάσιο της επιγραφής.
 Όσον αφορά τον 19ο αιώνα οι μαρτυρίες για τον οικισμό πληθαί νουν, καθώς την περίοδο αυτή ο οικισμός περιέρχεται ως τσιφλίκι στην κυριότητα των Τεπελενλήδων, ενώ τον επισκέπτονται και ξένοι περιηγητές. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι οι Οθωμανοί συγκροτούν οργανωμένα πλέον τον οικισμό των υποτελών τους σε έναν παράλληλο και κάθετο άξονα γύρω από τον ναό του Αγίου Δημητρίου με μόνο νέο λίθινο κτίσμα την έδρα του επιστάτη/Σούμπαση . 
Εντούτοις, η μαρτυρία που μεταφέρει ο Leake ότι ο Βελή Πασάς μετέτρεψε το πριν έρημο χωριό σε τσιφλίκι, είναι αμφισβητήσιμη ή και απολύτως ανεδαφική. Είναι δυσεξήγητο το πώς ένας οικισμός, ο οποίος μόλις λίγες δεκαετίες πριν ήταν σε θέση να αγιογραφήσει τον ναό του, έργο δαπανηρό και μεγαλόπνοο, να καταστεί έρημος σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, συγκεκριμένα μικρότερο των 50 ετών. 
Εύλογα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι τα περί ερημώσεως που ο Leake πληροφορήθηκε από τους Οθωμανούς αποτελούσαν μία εκ των πλεί- στων μεθοδεύσεων και κακόβουλων τεχνασμάτων που μεταχειρίσθηκαν οι Τεπελενλήδες για την κάρπωση γαιών ως δικών τους τσιφλικιών, πρώτιστο παράγοντα του μεγάλου προσωπικού τους πλούτου. Ο Leake αναφέρει ότι στο κέντρο του καλυβικού οικισμού των ραγιάδων είχε ανεγερθεί ένας νέος ναός. Σήμερα γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ο οικισμός αυτός του Βελή είναι αυτός που συνέχισε να υπάρχει μέχρι και τα μέσα σχεδόν του 20ου αιώνα στην ίδια θέση, γύρω από τον Άγιο Δημήτριο. Ο Leake αντιλήφθηκε την εκκλησία ως νέα, λόγω της ριζικής ανακαίνισης που προφανώς υπέστη τότε. 
Η λανθάνουσα μέχρι σήμερα ανακαίνιση διαπιστώνεται από το γεγονός ότι η δεσποτική εικόνα του τιμώμενου Αγίου κατασκευάστηκε κατ’ εκείνη την περίοδο, καθώς φέρει τη χρονολογία 1817. Η μελέτη και των υπόλοιπων εικόνων του τέμπλου, η αναλυτική συνεξέταση του πλήρους και παλαιότερου αγιογραφικού διακόσμου του εσωτερικού του κτηρίου και η έρευνα στα πλούσια ευρήματα της πανεπιστημιακής ανασκαφής, ενδεχομένως θα προσδώσει πρόσθετες ενδείξεις και σταθερά στοιχεία για τη συνεχή και αδιάκοπη κατοίκηση ενός οικισμού, όπου «… ἔρημος ὅμως ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ εἶχε μείνῃ οὔτε ἐπὶ στιγμὴν …» . 
Μπορεί το Δίον να έπαψε να υφίσταται ως τέτοιου μεγέθους οικισμός, άξιος να μνημονεύεται σε κρατικά έγγραφα ή ιστορικογεωγραφικές μελέτες, αλλά φαίνεται ότι εξακολουθούσε να υπάρχει ένας πολύ μικρότερος, ένας χθαμαλός οικισμός στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας πόλης ή και στην ίδια την αρχαία πόλη, όπου τα οικοδομικά υλικά αφθονούσαν, τα εδάφη ήταν εύφορα και οι πρωτογενείς πηγές πλεόναζαν. 
Κατάλοιπα τέτοιου είδους οικισμού απέχουν παρασάγγας από οποιαδήποτε μνημειακότητα και είναι δύσκολα ανιχνεύσιμα αρχαιολογικά, καθώς θα αποτελούνταν μόνο από ολίγα ταπεινά αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως πλινθία, άχυρα και αρχαία μέλη σε δεύτερη χρήση. Επίσης, τέτοιου είδους κατάλοιπα θα εντοπίζονταν στα ανώτερα στρώματα, τα οποία ήταν τα πρώτα που διαταράχθηκαν και χάθηκαν από τις παλαιότερες θησαυροθηρικές σαρώσεις της περιοχής, αλλά κυρίως από τη λιθολόγησηκαι από τη χρήση του χώρου στους νεότερους χρόνους (άροση και κτηνοτροφική εκμετάλλευση), σβήνοντας αργά τις λιγοστές ενδείξεις ενός μικρού οικισμού στη βαριά σκιά της αρχαίας πόλης του παρολύμπιου Δίου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου